ἀκατάπαυστος

ἀκατάπαυστος
ἀκατάπαυστος, ον (Polyb. 4, 17, 4; Diod S 11, 67; Plut., Caes. 734 [57, 1], Mor. 114f; Heliod. 1, 13, 5; PSI 28, 52; New Docs 2, 45, no. 11, 12f; PGM 4, 2364) unceasing, restless w. gen. (B-D-F §182, 3; s. Rob. 503f) ὀφθαλμοὶ ἀ. ἁμαρτίας eyes unceasingly looking for sin 2 Pt 2:14 (v.l. ἀκαταπάστους, which cannot be explained w. certainty [perh.=‘insatiable’] and may be due to a scribal error).—DELG s.v. παύω. M-M. s.v. ἀκατάπαστος.

Ελληνικά-Αγγλικά παλαιοχριστιανική Λογοτεχνία. 2015.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • ἀκατάπαυστος — not to be set at rest masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ακατάπαυστος — η, ο (Α ἀκατάπαυστος, ον) (νεοελλ. και ακατάπαυτος, η, ο) [καταπαύω] ο ασταμάτητος, ο συνεχής «ακατάπαυστοι πόνοι» αρχ. «ἀκατάπαυστοι στάσεις» (Πολύβ. 4, 17, 4) αρχ. 1. αυτός που δεν μπορεί να απομακρυνθεί, να κάνει αποχή από κάτι «ὀφθαλμοὺς… …   Dictionary of Greek

  • ακατάπαυστος — η, ο επίρρ. α ο συνεχής, ο αδιάκοπος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἀκαταπαύστως — ἀκατάπαυστος not to be set at rest adverbial ἀκατάπαυστος not to be set at rest masc/fem acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀκατάπαυστον — ἀκατάπαυστος not to be set at rest masc/fem acc sg ἀκατάπαυστος not to be set at rest neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀκαταπαύστοιο — ἀκατάπαυστος not to be set at rest masc/fem/neut gen sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀκαταπαύστοις — ἀκατάπαυστος not to be set at rest masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀκαταπαύστου — ἀκατάπαυστος not to be set at rest masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀκαταπαύστους — ἀκατάπαυστος not to be set at rest masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀκαταπαύστων — ἀκατάπαυστος not to be set at rest masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀκαταπαύστῳ — ἀκατάπαυστος not to be set at rest masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”